- χειραγωγούς
- χειραγωγόςleadingmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χειραγωγός — ο, ΝΜΑ 1. αυτός που οδηγεί κάποιον κρατώντας τον από το χέρι (α. «χειραγωγός τού τυφλού» β. «ἔπεσεν ἐπ αὐτὸν ἀχλὺς καὶ σκότος καὶ περιάγων ἐζήτει χειραγωγούς», ΚΔ) 2. αυτός που καθοδηγεί κάποιον, καθοδηγητής («ὁ κοινὸς ἡμῶν ἐπὶ τὴν φωτοδοσίαν… … Dictionary of Greek